Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα


Η πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα, ήταν σαν τουρίστας το καλοκαίρι του 1958. Ήμουν τότε 10 χρονών. Είχαμε έρθει μ’ ένα πλοίο που το έλεγαν «Αχιλλέα». Μόλις φθάσαμε στον Πειραιά, ανέβηκαν οι αχθοφόροι για να μεταφέρουν τις βαλίτσες μας. Μου έκανε εντύπωση που μιλούσαν Ελληνικά. Έτσι, είπα έκπληκτος στον πατέρα μου: «Μπαμπά, εδώ οι Αραπάδες μιλάνε Ελληνικά!». Με τα δεδομένα της Αιγύπτου, ήταν αδιανόητο ένας Έλληνας να είναι χαμάλης…
Η οριστική μας μετοίκηση στην Ελλάδα, έγινε το καλοκαίρι του 1961. Η πρώτη μου γειτονιά, ήταν οι Αμπελόκηποι. Μείναμε για 2 χρόνια στη Λεωφόρο Κηφισίας στο 18.
Προσαρμόστηκα αμέσως. Μάλιστα, απολάμβανα και κάτι που δεν μπορούσα ν’ απολαύσω στο Κάιρο: Είχα πλήρη ελευθερία κινήσεων. Ήμουν ήδη 13 χρονών και οι Αμπελόκηποι το 1961 ήταν μια πολύ ασφαλής περιοχή να κυκλοφορεί ένας 13χρονος. Έκανα σχεδόν αμέσως κι έναν καλό φίλο το Μίμη. Αρχικά παίζαμε ποδόσφαιρο. Είχε κι εκείνος μεγάλη ελευθερία κινήσεων κι έτσι, αλωνίζαμε παρέα όλη την Αθήνα. Μια και ήταν καλοκαίρι και δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε με το Μίμη τα πρωινά στο τότε Ολυμπιακό κολυμβητήριο. Δίπλα του, ήταν ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος. Μόλις είδα το στίβο, ξεσηκώθηκα. Γράφτηκα αμέσως στο Σύλλογο. Η πρώτη μου αθλητική ταυτότητα εκδόθηκε το 1961. Μάλιστα, ο πατέρας μου πλήρωνε 250 δραχμές το μήνα στο Σουηδό προπονητή του συλλόγου που τον έλεγαν Melberg ώστε να με προπονεί και χωριστά. Εκεί, παρόλο που ήταν απαγορευτικό για το ύψος μου, μαζί με το άλμα σε μήκος, άρχισα ν’ ασχολούμαι και με το δρόμο 110 μέτρων μετ’ εμποδίων.
Ο στίβος, ήταν για μένα πολύ μεγάλη αγάπη. Βρέξει χιονίσει, έπαιρνα κάθε απόγευμα στις 5 το Λεωφορείο Νο.16 (Θων - Θησείο) και πήγαινα για προπόνηση. Η προπόνηση με τον Memberg με ωφέλησε πολύ. Έμαθα γρήγορα πως αν θέλω να γίνω καλός αθλητής, πρέπει να ιδρώσω. Έβλεπα τις επιδόσεις μου να βελτιώνονται κι έπαιρνα θάρρος.
Στον ίδιο σύλλογο όμως, υπήρχε και Τζούντο. Μόλις το είδα, εντυπωσιάστηκα. Μην ξεχνάς πως, για μένα, η επιδίωξη της σωματικής δύναμης ήταν βασικό κίνητρο. Πρόσεξα ότι ο δάσκαλος που φορούσε τότε καφέ ζώνη, ήταν κοντός και λεπτός. Κατάλαβα πως το τζούντο δεν θέλει μπόι και δύναμη. Εγώ ήμουν κοντός και μικροκαμωμένος. Ο δάσκαλος, μου είπε πως το χαμηλό μπόι στο Τζούντο είναι προτέρημα. Έτσι γράφτηκα και στο Τζούντο με το οποίο ασχολήθηκα περίπου 1,5 χρόνο. Ήταν κι αυτή μια αγάπη την εποχή εκείνη, αλλά δεν κράτησε πολύ. Σύντομα κατάλαβα πως - αν ξέρουν Τζούντο και οι δύο - το βάρος και η δύναμη μετράνε. Όμως, δεν ήταν αυτός ο λόγος που τα παράτησα: Είχα ήδη αρχίσει να έχω καλές επιδόσεις στο στίβο και εστίασα τις προσπάθειές μου εκεί.
Το πρώτο σχολείο στο οποίο πήγα στην Ελλάδα, ήταν ένα ιδιωτικό στο Χαλάνδρι που το έλεγαν Σχολή Νεστορίδη. Μπροστά στο σχολείο της Μανσούρας, αυτό ήταν μια σταλιά. Εκεί έβγαλα τη Δευτέρα Γυμνασίου. Σ’ εκείνο το σχολείο, το μόνο που έμαθα, ήταν …το κάπνισμα. Όταν τέλειωσε η χρονιά, έπιασα τον πατέρα μου και του είπα: «Μπαμπά, σ’ αυτό το σχολείο δεν μαθαίνω τίποτα. Επειδή είμαι απ’ την Αίγυπτο και ξέρω καλά Αγγλικά και Γαλλικά, σε όλα τα μαθήματα, μου βάζουν βαθμούς, χωρίς να τους αξίζω. Εγώ θέλω να σπουδάσω, όταν μεγαλώσω. Με αυτό το σχολείο, δεν θα καταφέρω τίποτα». Την επόμενη χρονιά, βρέθηκα στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών, δηλαδή στη Σχολή Μωραΐτη.
Την ίδια χρονιά, μεταφερθήκαμε στο δικό μας διαμέρισμα. Ήταν ένα μεγάλο, υπερπολυτελές γωνιακό ρετιρέ 250 τ.μ. στην οδό Βελεστίνου 15, στους Αμπελόκηπους. Στο πάνω ρετιρέ, ζούσε η Ρένα Βλαχοπούλου. Δύο πολυκατοικίες πιο πέρα, ζούσαν ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Εκείνη την εποχή, άρχισα να συνειδητοποιώ πως η οικογένειά μας ήταν πολύ εύπορη.
Μπροστά στο σπίτι είχε μια μεγάλη παιδική χαρά. Παίζαμε κυρίως βόλεϊ. Έτσι, εκτός από το Μίμη έκανα κι άλλους φίλους.
Στα 16, γνώρισα το Καράτε. Ήταν κι αυτό, σαν το Τζούντο, δηλαδή μια Ιαπωνική πολεμική τέχνη. Μόνο που εδώ, μετρούσε η ευελιξία, η ταχύτητα και τα γρήγορα ανακλαστικά. Μόλις το είδα, είπα από μέσα μου «εδώ είμαστε». Αυτό, το έχω πει δύο φορές στη ζωή μου. Τη δεύτερη το είπα στα 21 μου με την Ψυχολογία. Όμως γι’ αυτά θα μιλήσουμε αργότερα.
Στην ίδια ηλικία, άρχισα ν’ αποκτώ κι άλλες αγάπες. Η πρώτη, ήταν η ξένη μουσική. Καθόμουν με τις ώρες κι άκουγα τις ανάλογες εκπομπές στο ραδιόφωνο.
Παράλληλα, στο σχολείο μας, είχαμε ένα φιλόλογο, το Μιχάλη Μερακλή, που μ’ έκανε κι αγάπησα την ποίηση και τη λογοτεχνία. Ο πρώτος αγαπημένος μου ποιητής, ήταν ο Λάμπρος Πορφύρας. Μετά, γνώρισα τον Καβάφη, τον Ελύτη και άλλους. Από συγγραφείς, αρχικά ήταν ο Κρόνιν και ο Τσβάιχ. Μετά ήρθαν ο Καζαντζάκης, ο Μυριβήλης. ο Σαμαράκης και - ο πιο αγαπημένος μου: Ο Νίκος Τσιφόρος. Άρχισα μάλιστα να γράφω κι εγώ ποιήματα. Όχι πολλά. Όμως, κάπου - κάπου έγραφα.
Η Ελληνική ποίηση, μ’ έκανε να στραφώ στην Ελληνική μουσική. Ήταν η εποχή που ο Θοδωράκης και ο Χατζιδάκις είχαν εδραιωθεί και ο Χατζής, ο Σαββόπουλος και το Νέο Κύμα είχαν αρχίσει ν’ ακούγονται. Μεγάλη τρέλα με το Νέο Κύμα! Όλο μου το χαρτζιλίκι, το έτρωγα στις μπουάτ (τα υπέροχα μαγαζάκια μυσταγωγίας εκείνης της εποχής).
Μια και η μουσική είχε γίνει μεγάλη αγάπη, και ταυτόχρονα είχα προϊστορία με τα πικάπ, μοιραίο ν’ αποκτήσω άλλη μια μεγάλη αγάπη: Τα στερεοφωνικά συστήματα ήχου. Μιας και ο πατέρας μου ήταν εύπορος και λάτρης της μουσικής, το ν’ αποκτήσουμε ένα πολύ καλό στερεοφωνικό δεν ήταν δύσκολο.
Μ’ αυτές τις αγάπες πορεύτηκα μέχρι τα 18 μου. Όταν τελείωνα στο σχολείο (1966), ο μπαμπάς μου ‘κανε δώρο 30.000 δραχμές να τις κάνω ό,τι θέλω. Τι τις έκανα; Δύο πράγματα:
Πήγα και βρήκα κάποιο φιλόλογο, τον κύριο Γιάννη Βαρίκα και του ζήτησα να μου δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη. Θυμάμαι πως ένα από τα 50 βιβλία πού αγόρασα λεγόταν «Ελληνική Νομαρχία» και ο συγγραφέας ήταν ανώνυμος. Ανάμεσα σ’ εκείνα τα βιβλία ήταν Σαρτρ, Μπέρναρτ Σο, η Ασκητική του Καζαντζάκη, το Άξιον Εστί και πολλά άλλα. Όταν έφυγα για σπουδές στο Λονδίνο, τα πήρα όλα μαζί μου και μάλιστα, διάβασα πολλά απ’ αυτά.
Το δεύτερο που έκανα μ’ εκείνα τα χρήματα που μου χάρισε ο πατέρας μου, ήταν να εκδώσω την πρώτη μου ποιητική συλλογή. Τη λέγανε «Κάστρα και Δρόμοι». Τη μέρα της αποφοίτησης το χάρισα σε όλους τους συμμαθητές και τους καθηγητές μου.

 

Τέταρτη καταγραφή

Ο στίβος. (Ο αθλητισμός)
Το Τζούντο (Η σωματική δύναμη)
Η μουσική
Τα στερεοφωνικά ( Η τεχνολογία)
Η λογοτεχνία
Η Φιλοσοφία
Η ποίηση

Εδώ εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της αγάπης μου για το γράψιμο. Αυτήν όμως την αγάπη, την ανακάλυψα πολύ αργότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: